Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης, στα δικαιοδόχα μέλη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, με βάση το νέο ασφαλιστικό νόμο εφόσον ο θάνατος επήλθε από 13.05.2016 και εφεξής, προβλέπονται σύμφωνα με ενιαίες αρχές και κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού φορέα προέλευσης.
Καταργείται, επομένως, από την ως άνω ημερομηνία κάθε άλλη καταστατική ή γενική διάταξη που ρυθμίζει το θέμα διαφορετικά για θανάτους, μετά την ισχύ του νέου ασφαλιστικού νόμου (ν. 4387/2016).
Β. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής.
Σε περίπτωση που ο θάνατος έχει συμβεί προτού συμπληρωθεί το 55ο έτος ηλικίας του επιζώντος συζύγου τότε καταβάλλεται σε αυτόν σύνταξη για διάρκεια τριών (3) ετών.
Εάν ο δικαιούχος δεν έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου: χορηγείται σύνταξη για μία τριετία και εάν το 55ο έτος συμπληρώνεται εντός αυτής της τριετίας, τότε η σύνταξη επαναχορηγείται στα 67 διά βίου.
Αν το 55ο έτος της ηλικίας δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, μετά τη λήξη της η σύνταξη διακόπτεται και δεν επαναχορηγείται.
Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1 Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω. Δηλαδή αν η χήρα έχει ανήλικα παιδιά ή παιδιά σπουδαστές έως 24 ετών, δεν χάνει τη σύνταξη ακόμη κι αν είναι αρκετά μικρότερη από 55. Αντίθετα συνεχίζει να την εισπράττει όσο τα παιδιά είναι ανήλικα ή κάτω των 24, εφόσον σπουδάζουν. Αν προλάβει, μάλιστα, να συμπληρώσει τα 55 πριν τα παιδιά ενηλικιωθούν ή πριν τελειώσουν τις σπουδές τους, τότε θα χάσει προσωρινά τη σύνταξη όταν τα παιδιά γίνουν 18 ή 24, αλλά θα την ξαναπάρει διά βίου στα 67. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τα παιδιά είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε εργασία ή ο επιζών σύζυγος είναι ανίκανος για κάθε εργασία με ποσοστό 67% και άνω.
Γ. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:
α) Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή εφόσον ο θάνατος επήλθε κατά τη διάρκεια του έτους προετοιμασίας για την εισαγωγή σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή, ή
β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
γ)στα τέκνα στα οποία είχε διακοπεί η συνταξιοδοτική προστασία λόγω συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας και τα οποία εισήχθησαν σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή ή ενεγράφησαν σε ΙΕΚ μεταγενέστερα του θανάτου του γονέα και της συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας. Θα δικαιούνται τη σύνταξη λόγω θανάτου μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας εφόσον οι σπουδές δεν ολοκληρωθούν νωρίτερα.
Αυτοτελές κατώτατο όριο χορηγείται στο καθένα τέκνο που έχει χάσει και τους δυο γονείς του εφόσον δεν λαμβάνει σύνταξη από τον άλλο γονέα.
Δ. Ο διαζευγμένος σύζυγος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 Α για τον επιζώντα σύζυγο και εφόσον πληροί αθροιστικά και τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν ή να υποχρεούτο να του καταβάλλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,
β) να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
γ) το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη,
δ) το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος,
ε) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
Ποσό σύνταξης
Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, αυτή περιορίζεται ως ακολούθως:
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος.
2% για τα έτη από το 21 ο έως και το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος.
4% για τα έτη από το 31 ο έως και το 35ο έτος.
5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% για χήρο και 25% για διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Προκειμένου περί έγγαμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον διαζευγμένο κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Κατώτατο ποσό σύνταξης θανάτου
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του ν.4387/206 για 20 χρόνια ασφάλισης δηλαδή το ποσό των 384,00 €.
Εάν ο θανών είχε λιγότερα από 20 χρόνια ασφάλισης, το ποσό των 384,00 € μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντα είναι μικρότερος των 15 ετών χορηγείται ως κατώτατο ποσό τα 360 € που αντιστοιχεί στα 15 χρόνια ασφάλισης. Συνεπώς το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης διαμορφώνεται ως εξής:
- Μέχρι και 15 έτη ασφάλισης: 360 ευρώ
- Για 16 έτη ασφάλισης: 364,80 ευρώ
- Για 17 έτη ασφάλισης: 369,60 ευρώ
- Για 18 έτη ασφάλισης: 374,40 ευρώ
- Για 19 έτη ασφάλισης: 379,20 ευρώ
- Για 20 έτη ασφάλισης και άνω: 384,00 ευρώ.
Επιμέλεια ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Δημήτριος
Αντιπρόσωπος της ΕΑΣΥΑ στην ΠΟΑΣΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου