Συνομιλίες στο Messenger και Φωτογραφίες στο Facebook ως Αποδεικτικά Μέσα
https://pasapolice.blogspot.com/2020/01/messenger-facebook.html?m=0
Μετάφραση του άρθρου "Messenger Messages and Facebook Photographs as Means of Evidence – Heraklion Jury Trial Court (Mixed) 21/2019" που δημοσιεύθηκε στο European Data Protection Law Review, Vol. 5 (2019), Issue 3.
I. Εισαγωγή
Η χρήση ηλεκτρονικών αποδεικτικών μέσων στο δικαστήριο έχει απασχολήσει εδώ και πολύ καιρό την ελληνική νομολογία και θεωρία, που έχουν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη συγκεκριμένων δικονομικών κανόνων και το γεγονός της σύγκρουσης συμφερόντων. Σαφώς, αποδεικτικά μέσα που παραβιάζουν το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα ή το δικαίωμα στην ελεύθερη ανταπόκριση και επικοινωνία έρχονται σε αντίθεση, εκ πρώτης όψεως, με τις διατάξεις του Συντάγματος.Το Σύνταγμα της Ελλάδος1 εγγυάται το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων στο άρθρο 9Α και το απόρρητο των επικοινωνιών στο άρθρο 19 παρ. 12. Αυτό όμως δεν αναιρεί το ζήτημα της συμβατότητας με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ3. Κατά συνέπεια, η τρίτη παράγραφος του άρθρου 19 του Συντάγματος απαγορεύει τη χρήση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου που έχει αποκτηθεί κατά παράβαση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α) ή του δικαιώματος στην ανταπόκριση και την επικοινωνία (άρθρο 19, πρώτη παράγραφος).
Εντούτοις, η εν λόγω συνταγματική διάταξη έχει υποστεί κριτική εξαιτίας της αυστηρότητάς της, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη το δικαίωμα των διαδίκων να προσκομίζουν αποδεικτικά μέσα σε μία δίκη, προκειμένου να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς και τις αξιώσεις τους4. Ο Άρειος Πάγος (ως Ποινικό Δικαστήριο) έχει ερμηνεύσει αυτή την απαγόρευση συσταλτικά λαμβάνοντας υπόψη τη συνταγματική αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2, πρώτη παράγραφος). Έχει αποφανθεί ότι σε περίπτωση που το μόνο αποδεικτικό μέσο που αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου παραβιάζει τη συγκεκριμένη συνταγματική απαγόρευση, η απαγόρευση δεν εφαρμόζεται και το αποδεικτικό μέσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, και αυτή η περίπτωση συναντά πάλι τα όρια της στην αρχή της αναλογικότητας5.
Σε αυτό το πλαίσιο, διατυπώνεται το ερώτημα κατά πόσον η δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών από ένα χρήστη του Διαδικτύου σε δημοσίως προσβάσιμο μέσο κοινωνικής δικτύωσης δύναται να θεωρηθεί ως τεκμήριο της βούλησής του/της να καταστεί η πληροφορία δημόσια. Σε αυτή την περίπτωση, τέτοια μηνύματα δε θα μπορούσαν να θεωρούνται στο εξής ως παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα. Στο ερώτημα αυτό έδωσε απάντηση το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου σε μία υπόθεση που αφορούσε το Facebook Messenger – την ηλεκτρονική εφαρμογή και πλατφόρμα συνομιλιών του Facebook.
II. Πραγματικά Περιστατικά και Απόφαση του Δικαστηρίου
Σε μία υπόθεση ποινικής φύσης που αφορούσε τα εγκλήματα της παραγωγής και κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών, της αποπλάνησης ανηλίκου και της παράνομης οπλοκατοχής, ο συνήγορος υπεράσπισης προσκόμισε στο δικαστήριο φωτογραφίες από μία σελίδα στο Facebook και πρωτόκολλα συνομιλιών από λογαριασμό στο Facebook Messenger6. Η φωτογραφία που απεικόνιζε το θύμα της αποπλάνησης και οι συνομιλίες προσκομίσθηκαν προς απόδειξη του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι η πρώτη δεν κατέρρευσε ψυχολογικά από την φερόμενη αποπλάνησή της από τον τελευταίο. Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής ζήτησε τα εν λόγω έγγραφα να μην ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, καθόσον αποτελούσαν, κατ’ αυτόν, παράνομο αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 19 του Συντάγματος, και επιπλέον αμφισβήτησε τη γνησιότητα των εγγράφων, θεωρώντας ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να αποτελεί προϊόν συρραφής.Το δικαστήριο επικαλέστηκε τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία προβλέπει ότι αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση παρανόμου αποδεικτικού μέσου στην ποινική δίκη προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και εξ αυτού προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Σχετική νομοθεσία η οποία εξειδικεύει τον συγκεκριμένο κανόνα είναι η εξής:
• Παράνομη επέμβαση σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ήτοι το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, η οποία προβλέπει ότι:
όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων, ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις.
• Το άρθρο 370Α παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ (παρέμβαση και παγίδευση σε υπηρεσίες τηλεφωνίας), προβλέπει ότι:
όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
Το δικαστήριο απεφάνθη ότι το γραπτό μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι και αυτό υπηρεσία της κινητής τηλεφωνίας, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες και να το διαβάσει στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου ή του υπολογιστή. Τα σύγχρονα κινητά τηλέφωνα [“smartphones”], σύμφωνα με το δικαστήριο, πρέπει να θεωρούνται ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, καθώς έχουν τη δυνατότητα πραγματοποίησης τηλεφωνικών κλήσεων, σύνταξης ηλεκτρονικών εγγράφων παντός τύπου, πλοήγησης στο Διαδίκτυο κλπ. Τα γραπτά μηνύματα θεωρούνται ως ηλεκτρονικά μηνύματα, εφόσον αποτελούν σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, και ως εκ τούτου έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα και αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του τηλεφώνου. Τα γραπτά μηνύματα μπορούν να αποθηκευθούν στη μνήμη του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη και έτσι μπορούν να ανασυρθούν ανά πάσα στιγμή. Η εν λόγω δυνατότητα τελεί σε γνώση του αποστολέα του μηνύματος και, κατά συνέπεια - κατά το δικαστήριο - υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κάτοχο του μηνύματος. Τα γραπτά μηνύματα αντιμετωπίζονται δικονομικά ως επιστολές, αλλά δεν υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 370Α παρ. 1 ΠΚ, καθώς η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιλαμβάνει τη συνομιλία μέσω γραπτών μηνυμάτων.
Εκ των ανωτέρω, το δικαστήριο κατέληξε ότι τα γραπτά μηνύματα εμπίπτουν στη συνταγματικώς αναγνωρισθείσα προστασία της ιδιωτικότητας και της ανταπόκρισης, σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 1 εδ. β’ και 19 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Πρόσθετα, η χρήση αποδεικτικού μέσου κατά παράβαση των δικαιωμάτων αυτών απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος. Συνεπώς, το δικαστήριο απεφάνθη ότι τα μηνύματα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook Messenger, δεν πρέπει να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα όταν προσκομίζονται στο δικαστήριο από τους ίδιους τους αντιδίκους και συνάμα συνομιλούντες μέσω αυτών, στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντιθέτως, όταν τρίτος προσκομίζει στο δικαστήριο μηνύματα, αυτά θα πρέπει να θεωρούνται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός εάν ο επικαλούμενος αυτά διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών του.
Αναφορικά με τη χρήση φωτογραφιών που έχουν δημοσιευθεί στο Facebook ως αποδεικτικού μέσου, το δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση αυτή συνιστά επεξεργασία εμπίπτουσα στο ρυθμιστικό πεδίο του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (“ΓΚΠΔ”)7. Η προβλεπόμενη εξαίρεση στο άρθρο 2 παρ. 2, εδ. γ’ ΓΚΠΔ δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση εν προκειμένω, καθώς στην περίπτωση που η φωτογραφία ενός προσώπου προσκομίζεται με σκοπό την αποδεικτική θεμελίωση ενός ισχυρισμού σε δίκη, εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα του υπευθύνου της επεξεργασίας, και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επεξεργασία στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας.
Επίσης, οι χρήστες του Facebook αποδέχονται τους προδιατυπωμένους όρους και έτσι λαμβάνουν γνώση για το γεγονός ότι κάθε χρήστης του μέσου κοινωνικής δικτύωσης έχει δυνατότητα πρόσβασης σε περιεχόμενο που έχει κοινοποιηθεί σε σελίδα του Facebook και μπορεί να το συλλέξει [“upload”], να το αποθηκεύσει, να το αναδιανείμει και να το χρησιμοποιήσει. Βάσει αυτών, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών από τον ίδιο τον χρήστη σε δημοσίως προσβάσιμο μέσο κοινωνικής δικτύωσης είναι τεκμήριο υπέρ της επιθυμίας του/της για δημοσιοποίηση και όχι για περιφρούρηση και προστασία των πληροφοριών αυτών.
Κατά συνέπεια, το δικαστήριο επέτρεψε την προσκόμιση γραπτών μηνυμάτων στο Facebook Messenger και φωτογραφιών που δημοσιεύθηκαν σε σελίδα του Facebook ως αποδεικτικών μέσων.
III. Σχόλια - Παρατηρήσεις
Το ζήτημα της γνησιότητας των ηλεκτρονικών εγγράφων ως νόμιμων αποδεικτικών μέσων έχει απασχολήσει εκτενώς την ελληνική νομική θεωρία ήδη πριν τη θέσπιση της οδηγίας για τις ηλεκτρονικές υπογραφές89. Η ελληνική νομολογία έχει αναγνωρίσει την αποδεικτική ισχύ των ηλεκτρονικών εγγράφων και ιδίως των ηλεκτρονικών μηνυμάτων [ή “e-mails”], τα οποία έχει γίνει δεκτό ότι συνιστούν μηχανικές απεικονίσεις κατά την έννοια του άρθρου 444 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι μηχανικές απεικονίσεις θεωρούνται ως ιδιωτικά έγγραφα, έχοντας κατά συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα των τελευταίων10. Πιο πρόσφατα απασχόλησε τη νομολογία το ζήτημα της χρήσης των γραπτών μηνυμάτων ως αποδεικτικών μέσων11, ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά το ζήτημα του παραδεκτού της προσκόμισης περιεχομένου που έχει δημοσιευθεί στο Facebook καθώς και γραπτών μηνυμάτων στο Messenger ως αποδεικτικών μέσων, υπό το πρίσμα της συνταγματικής απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων.Η απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου επισημαίνει ότι περιεχόμενο το οποίο έχει αναρτηθεί στο Facebook συνιστά νόμιμο περιεχόμενο, καθώς έχει αναρτηθεί κατόπιν αδειοδότησης του χρήστη του Facebook προς την πλατφόρμα.
Ο σχετικός όρος έχει ως εξής:
…όταν κοινοποιείτε, δημοσιεύετε ή ανεβάζετε περιεχόμενο που προστατεύεται από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στα Προϊόντα μας ή σε σχέση με αυτά, μας παραχωρείτε μία μη αποκλειστική, μεταβιβάσιμη, με δυνατότητα περαιτέρω παραχώρησης, με παγκόσμια ισχύ άδεια, χωρίς υποχρέωση καταβολής αμοιβής, για τη φιλοξενία, χρήση, διανομή, τροποποίηση, εκτέλεση, αντιγραφή, δημόσια εκτέλεση ή προβολή και μετάφραση του περιεχομένου σας, καθώς και για τη δημιουργία παράγωγων έργων από αυτό το περιεχόμενο (σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που έχετε ορίσει για το απόρρητο και τις εφαρμογές). Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι αν κοινοποιήσετε μια φωτογραφία στο Facebook, μας δίνετε την άδεια να αποθηκεύσουμε, να αντιγράψουμε και να κοινοποιήσουμε αυτή τη φωτογραφία σε τρίτους (και πάλι, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις σας), όπως π.χ. σε παρόχους υπηρεσιών που υποστηρίζουν την υπηρεσία μας ή άλλα Προϊόντα του Facebook που χρησιμοποιείτε. Αυτή η άδεια χρήσης θα λήξει όταν διαγραφεί το περιεχόμενό σας από τα συστήματά μας12.
Εντούτοις, η χρήση περιεχομένου κοινοποιημένου στο Facebook από τρίτο πρόσωπο ως αποδεικτικού μέσου σε δίκη αποτελεί διαφορετικό ζήτημα. Τέτοια χρήση είναι νόμιμη μόνο όταν τελεί σε συμμόρφωση με τους κανόνες περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και ειδικότερα τον ΓΚΠΔ. Σχετική διάταξη εν προκειμένω είναι το άρθρο 6 παρ. 1, περ. στ’ η οποία προβλέπει ότι η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Βεβαίως, το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα και περιορισμοί αυτού του δικαιώματος είναι επιτρεπτοί σε περίπτωση επιτακτικού γενικού δημοσίου συμφέροντος13. Το δικαίωμα υπεράσπισης ενός προσώπου στο δικαστήριο συνιστά τέτοια περίπτωση, και έτσι, η χρήση φωτογραφιών που απεικονίζουν ένα πρόσωπο και είναι κοινοποιημένες στο Facebook είναι νόμιμη, μολονότι αυτές εμπίπτουν στην έννοια των προσωπικών δεδομένων, καθώς αποτελούν πληροφορίες που αφορούν ένα φυσικό πρόσωπο (άρθρο 4 παρ. 1 ΓΚΠΔ).
Σε σχέση με τη χρήση των φωτογραφιών, η χρήση ως αποδεικτικών μέσων των γραπτών μηνυμάτων σε συνομιλία στο Facebook Messenger είναι ένα περισσότερο ακανθώδες ζήτημα. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το συνταγματικό δικαίωμα στην επικοινωνία περιλαμβάνει την προστασία μόνο συνομιλιών ευαίσθητου χαρακτήρα και κατά συνέπεια, η καταγραφή της τηλεφωνικής συνομιλίας από το ένα μέρος δεν είναι παράνομη καθαυτή14. Ωστόσο, με μία πιο πρόσφατη απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε πως η καταγραφή ιδιωτικής συνομιλίας χωρίς το άλλο μέρος να έχει λάβει γνώση σχετικά συνιστά περιορισμό της ελευθερίας της επικοινωνίας. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε με τη σκέψη ότι σε μία τέτοια περίπτωση ο καθένας/καθεμία θα ζούσε με ένα αίσθημα καταπίεσης ότι μία αυθόρμητη ή υπερβολική έκφραση κατά τη διάρκεια μίας ιδιωτικής συνομιλίας θα μπορούσε κάποια στιγμή στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί εναντίον του/της. Εξ αυτών, το δικαστήριο κατέληξε ότι συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος στην επικοινωνία15.
Οι σύγχρονες μορφές ηλεκτρονικής επικοινωνίας όπως τα γραπτά μηνύματα έχουν επίσης κριθεί ως παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα βάσει της ανωτέρω νομολογίας του Αρείου Πάγου16. Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου που εξέδωσε την απόφαση στην υπόθεση εν προκειμένω έκρινε ότι τα μηνύματα στο Facebook θα πρέπει να αντιμετωπισθούν δικονομικά όπως τα γραπτά μηνύματα. Εντούτοις, κατέληξε ότι εάν τα μηνύματα χρησιμοποιηθούν προς απόδειξη ισχυρισμών σε δίκη από το ένα από τα μέρη που συνδιαλέγονται, το γεγονός αυτό δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην επικοινωνία.
Η απόφασή αυτή του δικαστηρίου, όμως, δεν ευθυγραμμίζεται με την ερμηνεία που έχει δώσει ο Άρειος Πάγος στη συνταγματική διάταξη της προστασίας του δικαιώματος στην επικοινωνία και είναι αρκετά συσταλτική, καθώς παραβιάζει την προστασία της επικοινωνίας η οποία διακηρύσσεται ως απολύτως απαραβίαστη, σύμφωνα με το άρθρο 19, πρώτη παράγραφος του Συντάγματος. Η άσκηση του δικαιώματος στην επικοινωνία δεν θα γινόταν ελεύθερα εάν τα μέρη γνώριζαν ότι οι συνομιλίες τους θα μπορούσαν να καταγραφούν και ο,τιδήποτε τυχόν συζητηθεί θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε βάρος τους ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον δικαστηρίου ή οπουδήποτε αλλού.
Μετάφραση: Γιώργος Κανέλλος
Πηγή φωτογραφίας: pexels.com
www.lawspot.gr
Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments