Τι προβλέπεται σε περίπτωση θανάτου εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης.- Τι ισχύει με τις συντάξεις χηρείας με την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου.
https://pasapolice.blogspot.com/2017/06/blog-post_73.html
Κυκλοφορεί ένα άρθρο στο διαδίκτυο με τίτλο "Μετά τον υπαρχιφύλακα "δολοφονούν" και τα παιδιά του" το οποίο αναφέρει ότι από την γυναίκα του υπαρχιφύλακα Γιώργου Ανδριτσόπουλου, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ -ΟΙΚΟΛΟΓΩΝ έκοψε τη μικρή σύνταξη που με βάσανα είχε βγάλει γιατί είναι κάτω από 55.
Το συγκεκριμένο άρθρο κατά την γνώμη μου είναι ψευδές γιατί στον νόμο 4387/2016 αρθρο 4 που προβλέπει ότι από 1.1.2017 όλοι οι υπάλληλοι ,λειτουργοί του Δημοσίου, καθώς και οι στρατιωτικοί υπαγόμαστε στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης όμως στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι:
Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων δεν έχουν εφαρμογή:
α. για όσους από τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄120) και 1977/1991 (Α΄185),
β. για όσους δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης Ο.Γ.Α. ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 168/2007 (Α΄ 209), του Π.Δ. 169/2007 (Α΄ 210) και των άρθρων 22 και 27 του Ν. 1813/1988 (Α΄ 243),
γ. για τους λογοτέχνες - καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3075/2002 (Α΄ 297),
δ. για όσους λαμβάνουν προσωπική σύνταξη, καθώς και
ε. για όσους δικαιούνται σύνταξη λόγω ανικανότητας ή λόγω θανάτου που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 169/2007 σε συνδυασμό και με αυτές του Π.Δ. 168/2007.
Τα ανωτέρω πρόσωπα εξακολουθούν να υπάγονται στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου και οι συντάξεις τους κανονίζονται με βάση τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάστηκε ή μεταβιβάζεται η σύνταξη των υπαγομένων σε αυτές προσώπων.
Επίσης το άρθρο 12 παρ 2. προβλεπει οτι ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν: α) ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας ή ανθρωποκτονία,
Συνεπώς με την επιφύλαξη του πορίσματος της διενεργηθείσας Ε.Δ.Ε., για το θάνατο του αστυνομικού, που πρέπει να αναφέρει ρητά ότι αυτός προήλθε "εξ αιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης η σύζυγος δικαιούται κανονικά την σύνταξη.
Ας δούμε όμως τι ισχύει γενικά με τις συντάξεις χηρείας με την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου
Σύμφωνα με την εγκύκλιο που έχει υπογράψει ο αρμόδιος υφυπουργός Τάσος Πετρόπουλος, την 23/12/2016 , οι συντάξεις χηρείας για θανάτους που συντελούνται από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, θεωρούνται νέες συντάξεις και υπολογίζονται με βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού (εθνική και ανταποδοτική, χωρίς προσωπική διαφορά).
H σύνταξη χηρείας θα αντιστοιχεί στο 50% της σύνταξης του θανόντος, και όχι στο 70% που προβλέπεται για τις παλαιές συντάξεις χηρείας, οι οποίες καταβάλλονταν πριν από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου.
Συνεπώς, σε περιπτώσεις ήδη συνταξιούχων, οι οποίοι πεθαίνουν μετά τις 13/5/2016, ο επιζών σύζυγος εφόσον πληροί τις ηλικιακές προϋποθέσεις θα λάβει όχι το 50% της σύνταξης του θανόντος, αλλά το 50% της σύνταξης που θα υπολογιστεί με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης και το σύνολο των αποδοχών για τις οποίες έχουν καταβληθεί εισφορές.
Στόχος είναι η εξοικονόμησης 177 εκατ. ευρώ από το 2016 μέχρι και το 2019.
Με βάση τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος "Ήλιος", τον Ιούλιο του 2015, οι κύριες συντάξεις χηρείας ανέρχονταν σε 594.227 (επί συνόλου 2.914.505) ή το 20%. Οι επικουρικές συντάξεις χηρείας ανέρχονταν σε 350.451 (επί συνόλου 1.223.3520 ή το 28%. Η ετήσια δαπάνη για κύριες συντάξεις χηρείας ανέρχεται σε 3,4 δις. ευρώ, ενώ για τις επικουρικές συντάξεις χηρείας η ετήσια δαπάνη ανέρχεται σε 468 εκατ. ευρώ. Με άλλα λόγια οι ετήσιες δαπάνες για κύριες και επικουρικές συντάξεις θανάτου ξεπερνούν τα 4 δις. ευρώ ή το 13% της ετήσιας εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης (πλην ΕΚΑΣ).
Με το άρθρο 12 του ν.43387/16 ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα μέλη συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, εφόσον ο θάνατος επήλθε από 13.05.2016 και εφεξής επομένως, από την ως άνω ημερομηνία κάθε άλλη καταστατική ή γενική διάταξη που ρυθμίζει το θέμα διαφορετικά για θανάτους μετά την ισχύ του ν.4387/2016. Στην παραπάνω κατηγορία δεν περιλαμβάνονται τα δικαιοδόχα μέλη συνταξιούχου ή ασφαλισμένου που δικαιούνται σύνταξη λόγω θανάτου που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.δ. 169/2007 σε συνδυασμό και με αυτές του Π.δ. 168/2007.
Προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα μέλη σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, ο θανών θα πρέπει κατά τον θάνατο να έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης.
Δικαιούχοι είναι ο επιζών σύζυγος, τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά καθώς και ο/η διαζευγμένος/η σύζυγος, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Α) Για τον επιζώντα σύζυγο, θεσπίζεται όριο ηλικίας για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου και συγκεκριμένα το 55ο έτος, το οποίο πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, οπότε και η σύνταξη χορηγείται εφ' όρου ζωής, αν δεν συντρέξουν οι - περιοριστικά αναφερόμενες στην παρ. 3 της κοινοποιούμενης διάταξης - προϋποθέσεις παύσης της.
Εάν ο θάνατος επέλθει προτού συμπληρωθεί το ως άνω όριο ηλικίας, η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο για μία τριετία. Μετά την πάροδο της τριετίας ελέγχεται εάν ο επιζών σύζυγος συμπλήρωσε ή όχι το 55ο έτος της ηλικίας. Εάν κατά τη διάρκεια της τριετίας ο επιζών σύζυγος συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται μόλις συμπληρωθεί η τριετία και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας. Εάν κατά τη διάρκεια της τριετίας δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος , διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης με τη λήξη της τριετίας και δεν επαναχορηγείται.
Β) Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετημένα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, δικαιούνται της σύνταξης λόγω θανάτου, εφόσον: i) Είτε είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, εκτός κι αν φοιτούν σε ανώτερες σχολές ή ανώτατες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού (ακόμη και αν φοιτούν για απόκτηση δεύτερου πτυχίου ή σε μεταπτυχιακά προγράμματα ή εκπονούν διδακτορική διατριβή) ή σε ΙΕΚ ή σε Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, οπότε και η χορήγηση της σύνταξης παρατείνεται έως τη λήξη της φοίτησής τους σε αυτές και σε κάθε περίπτωση έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους.
Δια βίου σύνταξη θανάτου παίρνουν τα παιδιά μόνο αν είναι ανίκανα προς κάθε βιοποριστική εργασία. Η ανικανότητα εξετάζεται τη στιγμή του θανάτου, ενώ αν επέλθει μεταγενέστερα δεν δημιουργεί δικαίωμα σύνταξης.
Γ) Για τον διαζευγμένο σύζυγο ισχύουν οι ίδιες ηλικιακές προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης με αυτές του επιζώντος συζύγου (παρ. 1Α του κοινοποιούμενου άρθρου), με τις εξής ωστόσο πρόσθετες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται αθροιστικά:
i) ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου να κατέβαλλε ή να υποχρεούται να καταβάλει στον/στην διαζευγμένο/η σύζυγο διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,
ii) να είχαν συμπληρωθεί 10 χρόνια έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση με αμετάκλητη δικαστική απόφαση του γάμου,
iii) το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης με υπαιτιότητα του αιτούντος τη σύνταξη,
iv) το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημα του διαζευγμένου συζύγου να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων (αρ. 93 παρ. 4 του νόμου), ήτοι τα 720 ευρώ, και
v) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή να έχει συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης.
Συνεπώς, στους διαζευγμένους συζύγους που πληρούν τα πρόσθετα κριτήρια εφαρμόζονται κατ' αντιστοιχία οι ρυθμίσεις που προβλέπονται για τους επιζώντες συζύγους (χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου εφόσον έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος της ηλικίας, συνταξιοδότηση για μία τριετία, διακοπή και επαναχορήγηση με τη συμπλήρωση του 67ου έτους ή οριστική διακοπή συνταξιοδότησης).
Ως πρόσθετη προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα σύζυγο, είναι ο θάνατος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου να έχει επέλθει μετά την πάροδο 5 ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, όπως αυτές περιοριστικά αναφέρονται στην κοινοποιούμενη διάταξη (θάνατος που να οφείλεται σε ατύχημα, γέννηση τέκνου κατά τη διάρκεια του γάμου κλπ).
Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος, επιμεριζόμενο ως εξής:
i) Ο επιζών σύζυγος λαμβάνει ποσοστό 50%. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, γίνεται η εξής διαφοροποίηση: Στην περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται το ποσοστό του επιζώντος συζύγου επί της σύνταξης, καθώς και του διαζευγμένου συζύγου, σε περίπτωση που υπάρχει σχετικό δικαίωμα και συνεπώς και το ποσό της σύνταξης, συναρτώμενο πλέον από τη διάρκεια του γάμου και τη διαφορά ηλικίας των συζύγων, αρχόμενης από τα 10 έτη και πλέον.
Τα ανωτέρω δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο θανών ελάμβανε σύνταξη αναπηρίας όταν τελέστηκε ο γάμος και ως εκ τούτου ο επιζών σύζυγος εξακολουθεί να λαμβάνει το ως άνω ποσοστό 50% της σύνταξης λόγω θανάτου.
Συνεπώς βλέπουμε ότι οι συντάξεις χηρείας οδηγούνται σε σταδιακή κατάργηση , μετά τις μεγάλες περικοπές που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου.
Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο άρθρο (όχι το μοναδικό) είναι αντισυνταγματικό γιατί παραβιάζει τις βασικές αρχές του Συντάγματος αφού προβλέπει κανονική σύνταξη χηρείας για τον επιζώντα σύζυγο για θανάτους που έχουν επέλθει πριν την 13/5/16 ενώ θέτει ηλικιακό κριτήριο για θανάτους που έχουν επέλθει μετά την 13/5/16 και κατά την άποψή μου οι ομοσπονδίες έπρεπε να έχουν καταθέσει αίτηση ακύρωσης κατά των εφαρμοστικών ερμηνευτικών διατάξεων και των υπουργικών αποφάσεων του νόμου 4387/2016 και ειδικά των διατάξεων που αφορούν το άρθρο 12.
( Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.)
Υπάρχει επίσης και μία ιδιαιτερότητα ειδικά για τα στελέχη των Ε.Δ με δεδομένο την φύση του επαγγέλματος του στρατιωτικού η οποία έχει συχνές μεταθέσεις (ανά τριετία) η πλειονότητα των συζύγων δε δύναται να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον δεν απασχολούνται στο δημόσιο.
Η πολιτεία οφείλει λοιπόν να προστατέψει όλες τις γυναίκες που στη δυσχερέστερη στιγμή της ζωής τους που έχασαν το στήριγμα τους, καταδικάζονται να ζήσουν χωρίς εισόδημα, καταργώντας η τουλάχιστον βελτιώνοντας το ηλικιακό κριτήριο .
Επιμέλεια
Δημήτριος Καραγιαννόπουλος
Αντιπρόσωπος της ΕΑΣΥΑ στην ΠΟΑΣΥ
Δημοσίευση σχολίουDefault CommentsFacebook Comments