Η “αποκρυπτογράφηση” του ασφαλιστικού για τα Σ.Α και τις Ε.Δ.! Διαβάστε εύκολα τι σας αφορά

http://www.enimerosi24.gr/wp-content/uploads/2012/09/1128F0FFAB6B2D8B2682E5E08F359701.jpgΤην “αποκρυπτογράφηση” του νέου ασφαλιστικού σ΄ ότι αφορά στους στρατιωτικούς κάνει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Στρατιωτικών (ΠΟΕΣ). Επειδή πάντα τα κείμενα των νόμων “κρύβουν” πολλά κάτω από βαρύγδουπες και κυρίως ακατανόητες φράσεις η δουλειά που έκανε η ΠΟΕΣ είναι πολύ χρήσιμη .
Με κίτρινο χρώμα έχουν επισημανθεί όσα προβλέπει το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου και αφορούν στους στρατιωτικούς.
Με κόκκινο οι προτάσεις της ΠΟΕΣ.
Δείτε όλο το κείμενο με “μπούσουλα” τις επισημάνσεις


s n katrougkalou
Παραθέτουμε τις διατάξεις του σχεδίου νόμου του Υπουργού Εργασίας κ. Γ. Κατρούγκαλου, στο κείμενο του οποίου με κίτρινη επισήμανση σημαίνονται οι διατάξεις που αφορούν τους στρατιωτικούς, ενώ με κόκκινη οι παρατηρήσεις της Ομοσπονδίας μας.
Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων
ΜΕΡΟΣ Α΄ Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος
Κεφάλαιο Α’ - Αρχές και όργανα του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
Άρθρο 1 Θεμελιώδεις αρχές του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας
Άρθρο 2 Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
1. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του νόμου αυτού, η κύρια σύνταξη λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων, της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 και της ανταποδοτικής σύνταξης του άρθρου 8 του παρόντος.
2. Η Εθνική Σύνταξη δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό.
3. Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται βάσει των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος. Το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερο προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
Άρθρο 3 Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας
1. Συστήνεται Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας (Ε.ΣΥ.ΚΑ.) ως συμβουλευτικό όργανο των Υπουργείων Υγείας, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τη χάραξη των εθνικών πολιτικών, στο πλαίσιο του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας. Όργανα του Ε.ΣΥ.ΚΑ. είναι ο Πρόεδρος, η Ολομέλεια και το Εκτελεστικό Συμβούλιο.
2. Η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.ΚΑ έχει ως αποστολή:
α. Τη διαρκή παρακολούθηση των θεμάτων κοινωνικής ασφάλειας, τη δημόσια ενημέρωση και την προώθηση της σχετικής με το πεδίο αυτό έρευνας
β. Την ανταλλαγή εμπειριών σε διεθνές επίπεδο διατηρώντας παράλληλα μόνιμη συνεργασία και επικοινωνία με διεθνείς οργανισμούς και παρεμφερή όργανα άλλων χωρών
γ. Την υποβολή συστάσεων, προτάσεων και εκπόνηση μελετών και εκθέσεων για τη λήψη νομοθετικών, διοικητικών ή άλλων μέτρων που συμβάλλουν στη βελτίωση της κοινωνικής ασφάλειας.
3. Συγκροτείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Υπουργού Υγείας και αποτελείται από τα εξής μέλη:
α. Τον Πρόεδρο του Ε.ΣΥ.ΚΑ., ο οποίος είναι μέλος Διδακτικού -Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) Πανεπιστημίου ή ομότιμος καθηγητής, ή προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους με ιδιαίτερη εμπειρία σε θέματα κοινωνικής Προστασίας και ορίζεται ύστερα από γνώμη της αρμόδιας κατά τον Κανονισμό της Βουλής Επιτροπής
β. Το Γενικό Γραμματέα Κοινωνικών Ασφαλίσεων
γ. τέσσερις (4) εκπροσώπους, ένας ανά Υπουργείο, ήτοι ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών, ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας και ένας (1) εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με τους αναπληρωτές τους, που ορίζονται με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού
Στην Ολομέλεια του ΕΣΥΚΑ δε συμμετέχει εκπρόσωπος του ΥΠΕΘΑ, ενώ συμμετέχει εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Οι υπόλοιποι τρείς εκπρόσωποι συμμετέχουν με την εξής ιδιότητα: Του Υπουργείου Εργασίας με την ιδιότητα του αρμόδιου φορέα για την Κοινωνική Ασφάλιση και Αλληλεγγύη, του Υπουργείου Υγείας με την ιδιότητα του αρμοδίου για το Εθνικό Σύστημα Υγείας και του Υπουργείου Οικονομικών ως επιτηρητής ή «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Το Υπουργείο Εσωτερικών εκπροσωπεί τη δομή και το προσωπικό του  δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εάν δεν αφαιρεθεί η συμμετοχή εκπροσώπου του από την Ολομέλεια του ΕΣΥΚΑ, τότε θα πρέπει να προστεθεί ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, αφού όπως ομολογείται στην Παράγραφο Α της αιτιολογικής έκθεσης του παρόντος, η εποπτεία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μοιράζεται ανάμεσα στα Υπουργεία Εργασίας, Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας και Προστασίας του Πολίτη.  
δ. Το Διοικητή του ΟΑΕΔ, με τον αναπληρωτή του
ε. Το Διοικητή του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) με τον αναπληρωτή του
στ. Το Διοικητή του ΟΓΑ, με τον αναπληρωτή του
ζ. Τον Πρόεδρο του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του
η. Τον Πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ, με τον αναπληρωτή του
θ. Έναν (1) εκπρόσωπο από φορέα εποπτευόμενο από το Υπουργείο Υγείας που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας
ι. Τον Συνήγορο του Πολίτη, με αναπληρωτή του το Βοηθό Συνήγορο με αρμοδιότητα την Κοινωνική Προστασία
ια. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΓΣΕΕ, με τον αναπληρωτή του
ιβ. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΑΔΕΔΥ, με τον αναπληρωτή του
ιγ. Έναν (1) εκπρόσωπο του ΣΕΒ και του ΣΕΤΕ, που υποδεικνύεται από κοινού από τις δύο οργανώσεις, με τον αναπληρωτή του
ιδ. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ που υποδεικνύεται από κοινού από τις δύο οργανώσεις, με τον αναπληρωτή του
ιε. Έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων που υποδεικνύεται από την Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος (ΑΓΣΕΕ), την Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΙΚΑ, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΟΑΕΕ (ΠΟΣ ΟΑΕΕ) και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων (ΠΟΠΣ), εκ περιτροπής ανά θητεία, με τον αναπληρωτή του
ιστ. Έναν (1) εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ), με τον αναπληρωτή του
ιζ. Έναν (1) εκπρόσωπο της ΚΕΔΕ και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας που υποδεικνύεται από κοινού από τις δύο οργανώσεις, με τον αναπληρωτή του
ιη. Δύο (2) ειδικούς επιστήμονες επί θεμάτων κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ιθ. Έναν (1) ειδικό επιστήμονα επί θεμάτων υγείας και κοινωνικής προστασίας που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας
κ. Έναν (1) εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ), της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και του Οικονομικού Επιμελητηρίου υποδεικνύεται από κοινού από τις οργανώσεις αυτές, με τον αναπληρωτή του
Στην Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλειας (ΕΣΥΚΑ) το οποίο αποτελεί συμβουλευτικό όργανο των Υπουργείων Υγείας, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, για τη χάραξη των εθνικών πολιτικών, στο πλαίσιο του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, συμμετέχουν εκπρόσωποι  όλων των εργατοϋπαλληλικών, συνταξιοδοτικών και επιχειρηματικών φορέων (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΣΕΒ - ΣΕΤΕ, ΕΣΕΕ - ΓΣΕΒΕ, ΚΕΔΕ, Δικηγορικοί Σύλλογοι, Τεχνικά Επαγγελματικά και Οικονομικά Επιμελητήρια, φορείς πολιτικών συνταξιούχων) πλην των εν ενεργεία στρατιωτικών.
4. Σε περίπτωση, κατά την οποία οι αρμόδιοι φορείς των περιπτώσεων ια’ έως κ’ της προηγούμενης παραγράφου δεν υποδείξουν εντός δύο μηνών από σχετική πρόσκληση των Υπουργών Υγείας, Οικονομικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης τους εκπροσώπους τους, η Ολομέλεια του Ε.ΣΥ.ΚΑ. λειτουργεί νόμιμα και χωρίς την συμμετοχή τους.
5. α. Η Εκτελεστική Επιτροπή του Ε.ΣΥ.ΚΑ. αποτελείται από τον Πρόεδρό του και τα μέλη των περιπτώσεων ιη΄ και ιθ΄ της προηγούμενης παραγράφου και συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Υγείας.
β. Η εκτελεστική επιτροπή ασκεί όσες αρμοδιότητες της ανατίθενται από την Ολομέλεια και, παράλληλα, λειτουργεί ως παρατηρητήριο της εφαρμογής της νομοθεσίας κοινωνικής προστασίας, εισηγούμενη προς τον αρμόδιο Υπουργό επί θεμάτων επιχειρησιακού σχεδιασμού, οργανωτικού και λειτουργικού εκσυγχρονισμού των φορέων του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας.
6. α. Η θητεία των μελών του Ε.ΣΥ.ΚΑ. είναι τριετής και δύναται να παρατείνεται μετά τη λήξη της αυτοδικαίως, όχι όμως πέρα από ένα εξάμηνο. Σε περίπτωση αντικατάστασης μέλους κατά τη διάρκεια της θητείας του, το νέο μέλος ορίζεται για το υπόλοιπο της θητείας του προκατόχου του.
β. Με την απόφαση της συγκρότησης της Ολομέλειας ορίζεται ως Αντιπρόεδρος ένα από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής των περιπτώσεων ιη’ ή ιθ’, με σκοπό την αναπλήρωση του Προέδρου όταν αυτός κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντα του στην Ολομέλεια ή στην Εκτελεστική Επιτροπή.
γ. Χρέη γραμματέα της Ολομέλειας και της Εκτελεστικής Επιτροπής ασκεί υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος ορίζεται, μαζί με τον αναπληρωτή του στην απόφαση συγκρότησης.
7. Ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του συντάσσει την ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας και της Εκτελεστικής Επιτροπής, εισηγείται τα θέματα προς συζήτηση ή ορίζει εισηγητές, διευθύνει τις εργασίες τους και φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία τους.
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Υγείας και Οικονομικών ορίζεται η αποζημίωση των μελών της Ολομέλειας και της Εκτελεστικής Επιτροπής ανά συνεδρίαση.
Κεφάλαιο Β’ Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών
Άρθρο 4 Υπαγωγή στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης των υπαλλήλων – λειτουργών του Δημοσίου καθώς και των στρατιωτικών
1.α. Οι υπαγόμενοι στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, οι ιερείς και οι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου καθώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ο οποίος συστήνεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται με βάση τις ρυθμίσεις του παρόντος και τις λοιπές μεταβατικές διατάξεις.
β. Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος καθώς και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
Δεν μεταβάλλονται οι προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης και τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης
2. α. Το Δημόσιο εξακολουθεί έως 31.12.2016 να υπολογίζει και να εισπράττει τις ασφαλιστικές εισφορές των προσώπων της παραγράφου 1α του παρόντος άρθρου και να καταβάλλει τις ήδη κανονισθείσες συντάξεις καθώς και εκείνες που θα κανονισθούν μέχρι την ημερομηνία αυτή.
β. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της παραγράφου 1α υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έως 31.12.2016 κανονίζονται από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Οι συντάξεις όσων υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και μέχρι τις 31.12.2016, ανεξαρτήτως χρόνου θεμελίωσης, θα κανονιστούν από το δημόσιο σύμφωνα όμως με τις διατάξεις του παρόντος.
Με τις ανωτέρω διατάξεις καταργείται η διάκριση του παλαιού και νέου ασφαλισμένου και εισάγεται η διάκριση του παλαιού και νέου συνταξιούχου. Ασφαλισμένοι με θεμελιωμένα δικαιώματα πέραν ακόμη και της δεκαετίας εγκλωβίζονται και τιμωρούνται, διότι έλαβαν σοβαρά τις διατάξεις τις υφιστάμενης νομοθεσίας που εγγυούνταν με τρόπο απόλυτο, ότι δε θα επηρεαστεί ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης τους από τον χρόνο αποχώρησής. Ο άνευ προηγουμένου αιφνιδιασμός συνιστά πράξη άδικη και άτιμη που συντρίβει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς την πολιτεία και προτρέπει σε άτακτη φυγή όσους θελήσουν να περιορίσουν τις απώλειες, υπαγόμενοι στις μεταβατικές διατάξεις του κατατεθέντος νόμου.
γ. Οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο, κατά την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου συντάξεις όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την ημερομηνία αυτή, μεταφέρονται στον ΕΦΚΑ και καταβάλλονται από αυτόν, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων περί ανωτάτου ορίου σύνταξης.
3.  Οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή:
- για όσους από τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (120 Α) και 1977/1991 (185 Α)
- για όσους δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης Ο.Γ.Α. ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 168/2007 (209 Α), του π.δ. 169/2007 (210 Α) και των άρθρων 22 και 27 του ν. 1813/1988 (243Α)
- για τους λογοτέχνες – καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 (297 Α)
- για τους βουλευτές και τα αιρετά όργανα των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 91/1943 (129 Α), του ν.δ. 99/1974 (295 Α) και του άρθρου 9 του ν. 2703/1999 (72 Α)
- για όσους λαμβάνουν προσωπική σύνταξη καθώς και
- για όσους δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας, η οποία προήλθε εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 169/2007 σε συνδυασμό και με αυτές του π.δ. 168/2007.
Τα ανωτέρω πρόσωπα εξακολουθούν να υπάγονται στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται από το Δημόσιο.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θα ορισθεί κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
Η παράγραφος 4 αφήνει στους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας τις λεπτομέρειες ένταξης και προσαρμογής στο νέο ασφαλιστικό φορέα
Άρθρο 5 Ενιαίοι κανόνες ασφάλισης – παροχών υπαλλήλων Δημοσίου
Το συνολικά καταβαλλόμενο ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης παραμένει στο 20%. Η κατανομή της εισφοράς παραμένει ως έχει, δηλαδή 6,67% για τον στρατιωτικό και 13,33% για το δημόσιο.
β. Το ανώτατο όριο της προηγούμενης περίπτωσης, εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής για την οποία καταβάλλεται εισφορά, όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου.
γ. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη, που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (78 Α). Αφορά υπαλλήλους ΟΤΑ σε βαρέα ανθυγιεινά
Άρθρο 6 Ειδικές-Μεταβατικές συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου
β. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν πληρούν, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξής τους. Τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Οι συντάξεις όσων αποστρατευθούν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος και δικαιούνται άμεσης καταβολής σύνταξης, θα υπολογιστούν σύμφωνα με όσα ίσχυαν μέχρι τις 31.12.2014.
γ. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα της παρ. 1 α του άρθρου 4 αποχωρούν από την Υπηρεσία τους, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού. Όσοι από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν αποχωρήσει ή θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 13, ενώ για όσους θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα ανωτέρω προσωπική διαφορά, ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής, αντίστοιχα.
Οι συντάξεις των στρατιωτικών που θα αποστρατευθούν (δημοσίευση ΠΔ αποστρατείας), μετά την ψήφιση και την έναρξη ισχύος του παρόντος και δικαιούνται άμεσης καταβολής σύνταξης, θα υπολογιστούν σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νόμου.
Για όσους από αυτούς το ακαθάριστο ποσό της σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20% του ποσού της σύνταξης, που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, θα διατηρήσουν ως προσωπική διαφορά:
α. το 1/2 της διαφοράς (παλιού νέου υπολογισμού) εφόσον αποστρατευθούν εντός του 2016.
β. το 1/3 της διαφοράς που προκύπτει, εφόσον αποστρατευθούν εντός του 2017 και
γ. το 1/4 της διαφοράς που προκύπτει, εφόσον αποστρατευθούν εντός του 2018.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι δεν προλάβουν να αποστρατευθούν πριν την έναρξη ισχύος της νέας συνταξιοδοτικής νομοθεσίας θα λάβουν συντάξεις μικρότερες τουλάχιστον κατά 20% από ότι θα ελάμβαναν εάν η σύνταξή τους υπολογίζονταν με τις ισχύουσες συνταξιοδοτικές διατάξεις.
δ. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007. Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της περ. β της παρ. 1 και της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 6.
ε. Οι διατάξεις του άρθρου 95 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την καταβολή του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) στους ήδη συνταξιούχους του Δημοσίου καθώς και σε όσους θα καταστούν συνταξιούχοι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
Άρθρο 7 Εθνική Σύνταξη
1. Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται από τον ΕΦΚΑ σε όλους, όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
2. Η μόνιμη διαμονή, για τους πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύεται με την προβλεπόμενη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αυτούς. Το ποσό της μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης. Η κατά τα ανωτέρω μείωση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210), (ανάπηροι 67%) καθώς και για όσα από τα πρόσωπα αυτά συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992 (Α΄165).
3. Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Η μείωση της εθνικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ισχύσει για τους στρατιωτικούς για τους οποίους δεν υπάρχει όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, ούτε και δικαιούνται με την υφιστάμενη νομοθεσία δικαίωμα θεμελίωσης σε μειωμένη σύνταξη.
4. Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Στους συνταξιούχους του άρθρου 3 παρ. 1α που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας έως 49,99% χορηγείται το 40% της εθνικής σύνταξης. Για τους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης. Οι προσαρμογές αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210), καθώς και για όσα από τα πρόσωπα αυτά συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992 (Α΄165).
5. Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
6. Για την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) Ευρώ μηνιαίως εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης, που αποτελούν προϋπόθεση για την καταβολή της. Η εθνική σύνταξη αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του παρόντος.
(346 € για όσους αποστρατεύονται με 15 έτη υπηρεσίας)
Άρθρο 8 Ανταποδοτική σύνταξη
1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης όπως αποτυπώνονται στον πίνακα της παρ. 4 σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων.
2. α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος όρος αυτός υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών, που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, εξαιρουμένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας που τυχόν καταβλήθηκαν. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007, καθώς και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια της ασφάλισής του.
β. για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης.
Τι γίνεται με τους χρόνους που αναγνωρίζονται χωρίς εξαγορά (μάχιμη 5ετία);
3.Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των παρ. 1βκαι 2 του άρθρου 6, τα οποία αποχωρούν από την Υπηρεσία  εντός του έτους 2016, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός κατά τις ειδικότερες λοιπές προβλέψεις του παρόντος άρθρου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.
4.α Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης, όπως φαίνεται στον πίνακα που προσαρτάται στο τέλος της παραγράφου αυτής και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.
Ειδικότερα, τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα: 
ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
           ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
ΑΠΟ
ΕΩΣ
0
15
0,77%
15,01
18
0,84%
18,01
21
0,90%
21,01
24
0,96%
24,01
27
1,03%
27,01
30
1,21%
30,01
33
1,42%
33,01
36
1,59%
36,01
39
1,80%
39,01
42 και περισσότερα
2,00%
Η προσθήκη αφορά την προσαρμογή της τριετίας Κονδύλη και την τριετίας όσων αποστρατεύτηκαν ή αποστρατεύονται αυτεπάγγελτα στο νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων.
5. Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των εντασσομένων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον ΕΦΚΑ, εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον ΕΦΚΑ σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές χωριστά.
6. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007 (210 Α΄), καθώς και κάθε άλλη διάταξη που παραπέμπει σε αυτές δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα της περ. β της παρ. 1 και της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 6. (αφορά το κατώτατο όριο σύνταξης του δημοσίου το οποίο πλέον καταργείται)
Άρθρο 9 Προσωρινή σύνταξη
1. Οι διατάξεις της περ.ε΄ της παρ.1 του άρθρου 57Α του π.δ. 169/2007, αντικαθίσταται ως εξής :
« ε. Οι ανωτέρω αποδοχές δεν καταβάλλονται :
- σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικό παράπτωμα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια των μόνιμων υπαλλήλων ή των δημοσίων λειτουργών, ισόβιων ή μη
- σε περίπτωση παραίτησης του υπαλλήλου που δεν έχει συμπληρώσει τα έτη ασφάλισης για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού
- σε περίπτωση που η σύνταξη δεν είναι άμεσα καταβλητέα λόγω μη συμπλήρωσης του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας για την καταβολή της
- σε περίπτωση απόλυσης λόγω ανικανότητας ή θανάτου στην υπηρεσία ή θανάτου του υπαλλήλου που έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία και βρίσκεται σε αναστολή καταβολής της σύνταξής του, λόγω μη συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Ειδικά στις περιπτώσεις αυτές, η σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.
- σε περίπτωση που λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη σύνταξη για την ίδια αιτία από οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης.
- σε περίπτωση που για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από την δικαιούμενη σύνταξη».
2. Οι διατάξεις του άρθρου 57Α του π.δ. 169/2007, όπως τροποποιημένες με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 4, που αποχωρούν από την Υπηρεσία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του προαναφερόμενου άρθρου 5 και μετά.
Άρθρο 10 Οικογενειακή παροχή – επιδόματα τέκνων - προσαύξηση σύνταξης
1. Επιδόματα τέκνων, για όσους συνταξιοδοτηθούν στο εξής με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, καταβάλλονται βάσει των ρυθμίσεων του άρθρου Πρώτου, παράγραφος ΙΑ, υποπαράγραφος ΙΑ2 του νόμου 4093/2012 και του άρθρου 40 του νόμου 4141/2013. Κάθε άλλη σχετική διάταξη καταργείται.
Καταργείται η χορήγηση της οικογενειακής παροχής για όσους συνταξιοδοτηθούν με βάση τις διατάξεις του νέου νόμου. Θα δικαιούνται μόνο το ενιαίο επίδομα τέκνων του ν.4093/2012 και το ειδικό επίδομα τρίτεκνων και πολύτεκνων του ν.4141/2013 κατά περίπτωση.
2. Για τα πρόσωπα της παρ. 1α του άρθρου 6, η οικογενειακή παροχή εξακολουθεί να συγκαταβάλλεται με τη σύνταξη, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού. 
Αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς που δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί και θα υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης (όχι αποστρατείας) πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου
Άρθρο 11 Σύνταξη αναπηρίας
1. Μέχρι την θέση σε ισχύ νομοθετικής ρύθμισης με αντικείμενο τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους, το Δημόσιο και οι λοιποί εντασσόμενοι στον ΕΦΚΑ φορείς, κλάδοι, τομείς και λογαριασμοί, εξακολουθούν να εξετάζουν τις αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας ως προς τις προϋποθέσεις απονομής σύνταξης καθώς και να καταβάλλουν το επίδομα απολύτου αναπηρίας, σύμφωνα με τις μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου καθώς και τις γενικές και καταστατικές διατάξεις των εντασσόμενων φορέων. Οι νέοι κανόνες πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή έως την 31.12.2016.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συστήνεται Επιτροπή με αντικείμενο την επανεξέταση των υφιστάμενων διατάξεων και τη θέσπιση νέων, ενιαίων κανόνων για όλες τις συντάξεις αναπηρίας. Στην επιτροπή αυτή συμμετέχει υποχρεωτικά και ένας (1) εκπρόσωπος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ).
Άρθρο 12 Σύνταξη λόγω θανάτου
1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Δημοσίου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειας του:
Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Εφόσον έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών (3) ετών, μετά την πάροδο των οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών (3) ετών. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω.
Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι: α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, ή β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
Γ. Ο διαζευγμένος σύζυγος, εφόσον πληροί αθροιστικά τις προϋποθέσεις της υποπαραγράφου 1Α για τον επιζώντα σύζυγο και επιπλέον τις εξής προϋποθέσεις:
α) Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,
β) Να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
γ) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη,
δ) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ κατ’ άρθρον 96 του παρόντος νόμου.
ε) Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
2. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή ατύχημα εκτός εργασίας του άρθρου 31 ή ανθρωποκτονία,
β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο,
γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο,
δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον 6 μήνες.
3. Το δικαίωμα σύνταξης, λόγω θανάτου, των ανωτέρω δικαιούχων καταργείται:
α) Με το θάνατο του δικαιούχου,
β) Με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης,
γ) Με τη συμπλήρωση των ανωτέρω στην παρ. 1Β περίπτωση α΄ οριζόμενων ορίων ηλικίας, και
δ) Από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η κατά τις παραγράφους 1Α και 1Β περίπτωση β΄ ανικανότητα για εργασία.
4. Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος κατά ποσοστό 80% και επιμερίζεται, ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται αυτή ως ακολούθως:
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος.
2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος.
4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.
5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο και 25% στον διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Προκειμένου περί έγγαμου βίου, που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται. 
Β. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
Γ. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 4 και 5 του παρόντος, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο. 
5. α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα. 
β) Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του.
γ) Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
6. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για διάστημα δύο (2) ετών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Καταβαλλόμενες συντάξεις που εκδόθηκαν βάσει ρυθμίσεων που καταργούνται στο εξής, διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 14 του παρόντος νόμου.
8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 13 Ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης
1. Μέχρι 31.12.2018, το ποσό κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου, λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115Α΄), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του ν.3986/2011 (152 Α΄), όπως ισχύει.. Από την 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με το ανώτατο αυτό όριο και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους.
Το ποσό της ατομικής μηνιαίας σύνταξης όσων έχουν καταστεί συνταξιούχοι πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξαπλάσιο της Εθνικής Σύνταξης δηλαδή τα 2.304 € (6 x 384)
Καθιερώνεται ανώτατο όριο κύριων και επικουρικών συντάξεων, το άθροισμα των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το οκταπλάσιο της Εθνικής Σύνταξης, δηλαδή τα 3.072 € (8 x 384)
Άρθρο 14 Αναπροσαρμογή συντάξεων-προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου τομέα, που ίσχυαν κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής.
α. παρακρατουμένης της εισφοράς υπέρ υγειονομικής περίθαλψης όπως αυτή προβλέπεται στο α. 1 παρ. 30 του Νόμου 4334/2015, όπως ισχύει.
β. Από την 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Προστατεύει το ύψος των συντάξεων που έχουν ήδη καταβληθεί ή θα καταβληθούν μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου συνταξιοδοτικού συστήματος, διατηρώντας ως προσωπική τυχόν αρνητική διαφορά που θα προκύψει από τον επανυπολογισμό των συντάξεων με τις νέες ρυθμίσεις κατά την 1.1.2019. Σε περίπτωση που με το νέο υπολογισμό προκύψει σύνταξη μεγαλύτερη από την ήδη καταβαλλόμενη και υπολογιζόμενη με τις παλιές διατάξεις τότε το ποσό της θετικής διαφοράς που προκύπτει καταβάλλεται σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών.
Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από την 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.
3. α). Το συνολικό ποσό της σύνταξης που εκδίδεται μετά την θέση σε ισχύ του νόμου, αυξάνεται από την 1.1.2017 κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Καθιερώνεται ετήσια αυξητική αναπροσαρμογή των συντάξεων με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους. Εν ολίγοις η όποια αύξηση θα εξαρτάται από τη μεταβολή ΑΕΠ εφόσον αυτή είναι θετική (ανάπτυξη της οικονομίας) και το ποσοστό του Πληθωρισμού εφόσον αυτός δεν είναι αρνητικός.
β). Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων, που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται.
Αποσυνδέεται η αναπροσαρμογή των συντάξεων των αποστράτων, από το ύψος των αντιστοίχων μισθολογικών αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών.
4. Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.
Άρθρο 15 Χρόνος ασφάλισης
1. Χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ είναι:
α. Ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ήτοι ο χρόνος ασφαλιστέας απασχόλησης ή ιδιότητας στον ΕΦΚΑ ή στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές.
β. Ο λογιζόμενος στο διπλάσιο χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των πολιτικών υπαλλήλων και των στρατιωτικών καθώς και οι αναγνωριζόμενοι πλασματικοί χρόνοι ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Όπου για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου χρόνου ασφάλισης της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς. Η ως άνω εισφορά υπολογίζεται επί των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς και, εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης προσαυξανόμενων κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Το συνολικό ποσό της κατά τα ανωτέρω εξαγοράς καταβάλλεται σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όσοι είναι οι μήνες που αναγνωρίζονται. Το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%.
Ρυθμίζει με ενιαίο τρόπο την εξαγορά των πλασματικών χρόνου και του χρόνου που υπολογίζετε διπλάσιος ή τριπλάσιος, προκειμένου να αναγνωρίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία. (20% επί των συντάξιμων αποδοχών κατά τον μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς και, εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης) Επίσης παρέχει τη δυνατότητα αποπληρωμής σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις και έκπτωση 15% για εφάπαξ πληρωμή. Η τροποποίηση αυτή επιφέρει τριπλασιασμό του κόστους εξαγοράς της μάχιμης πενταετίας και των πλασματικών χρόνων, για όσους έχουν καταταγεί μετά τις 30.9.1990 και αποστρατεύονται με δικαίωμα άμεσης καταβολής σύνταξης, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος και της τριετίας της παρ. 4 του άρθρου 22 του ν.3865/2010, για όσους έχουν καταταχθεί μέχρι τις 31/12/1995 και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από τη 1/1/2015 και μετά. Με τις ισχύουσες διατάξεις για τους στρατιωτικούς, η εξαγορά γίνεται με κράτηση 6,67% επί των τελευταίων συντάξιμων αποδοχών. Με το νέο νόμο το 6,67 γίνεται 20.
γ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία. Αναγνωρίσεις χρόνων, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στον ΕΦΚΑ μέχρι την ολοκλήρωσή τους, βάσει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
δ. ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης του άρθρου 18 του παρόντος.
2. α. Υπάλληλοι που εσφαλμένα έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου και υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν στην Υπηρεσία, συνεχίζουν την ασφάλισή τους στον ΕΦΚΑ μέχρι την αποχώρησή τους από την Υπηρεσία.
β. Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί καλόπιστα στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, συνεχίζουν την ασφάλιση τους στον ΕΦΚΑ, εφόσον διατηρούν την ιδιότητα ή απασχόληση για την οποία υπήχθησαν στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Χρόνος για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, ενώ δε συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις ασφάλισης λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ και οι σχετικές ασφαλιστικές εισφορές δεν επιστρέφονται, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαγραφής.
3.Κάθε διάταξη που ορίζει διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καταργείται.
Άρθρο 16 Δικαιώματα αντισυμβαλλομένου συμφώνου συμβίωσης
Με τους εγγάμους εξομοιώνονται πλήρως οι αντισυμβαλλόμενοι στο σύμφωνο συμβίωσης ως προς κάθε ασφαλιστικό δικαίωμα, παροχή ή περιορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ή της εν γένει ασφαλιστικής και προνοιακής νομοθεσίας.
Άρθρο 17 Παράλληλη ασφάλιση
4. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 8 και η επιπλέον παροχή, για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. Οι διατάξεις του άρθρου 14 εφαρμόζονται αναλόγως.
5. Οι διατάξεις του παρόντος, έχουν εφαρμογή από την 1.1.2017.
6.Το άρθρο 39 του Ν. 2084/1992 καθώς και κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα του παρόντος καταργείται.
Άρθρο18 Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
1. Τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 4, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση δικαιούνται από την1.1.2017, να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους α) εάν έχουν πραγματοποιήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση τουλάχιστον 1.500 ημέρες εκ των οποίων τουλάχιστον 300 εντός της τελευταίας πριν την υποβολή της αίτησης πενταετίας και υποβάλλουν τη σχετική αίτηση μέσα σε προθεσμία δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ασφάλισή τους σε φορέα κύριας ασφάλισης, ή β) εάν έχουν πραγματοποιήσει οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση τρεις χιλιάδες (3.000) ημέρες εργασίας ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της αίτησης για προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.
2. Η κατά την παρ. 1 προαιρετική ασφάλιση πραγματοποιείται για κύρια σύνταξη ή/και για ασθένεια σε είδος και σε χρήμα.
3. Για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στο άρθρο 5. Ειδικότερα από τον προαιρετικά ασφαλισμένο καταβάλλεται μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου - εργοδότη στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση. Το ως άνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την αποχώρηση από την υπηρεσία, αναπροσαρμοσμένων με την ετήσια μεταβολή μισθών όπως αυτή υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του ΕΦΚΑ, ο προαιρετικά ασφαλισμένος δημόσιος υπάλληλος καταβάλλει μηνιαίως εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί των αποδοχών, όπως προβλέπεται ως ανωτέρω για την κύρια σύνταξη.
4. Δεν δύναται να γίνει προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης αν ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά την έννοια του στοιχείου β` της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951. 
5. Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον ΕΦΚΑ και διενεργείται για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπολείπεται των 25 ημερών ασφάλισης ανά μήνα και των 300 ημερών ανά έτος.
6. Η προαιρετική ασφάλιση διακόπτεται/λήγει: α) με αίτηση του ασφαλισμένου, από την πρώτη του επομένου μήνα της υποβολής της, β) με τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή επ’ αόριστον αναπηρίας του ασφαλισμένου, γ) με την ανάληψη εργασίας, ιδιότητας ή δραστηριότητας που υποχρεώνει την υπαγωγή στον ΕΦΚΑ και δ) με το θάνατο του ασφαλισμένου.
Καταβολή εισφορών μετά τη διακοπή/λήξη της προαιρετικής ασφάλισης σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν γεννά κανένα δικαίωμα, πλην της άτοκης επιστροφής των εισφορών για τον κλάδο κύριας ασφάλισης.
7. Η εισφορά για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται εντός των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία και ανά κατηγορία ασφαλισμένων προθεσμιών.
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής της ασφαλιστικής εισφοράς, αυτή βαρύνεται με τους προβλεπόμενους από την ισχύουσα νομοθεσία τόκους για τις ασφαλιστικές εισφορές υποχρεωτικής ασφάλισης.
8. Απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται εφόσον ο ασφαλισμένος έχει καθυστερήσει την καταβολή της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για περισσότερο από δύο έτη από την ημερομηνία που αυτή κατέστη απαιτητή.
Σε περίπτωση απώλειας του δικαιώματος, ο ασφαλισμένος μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτημα για προαιρετική ασφάλιση μετά την παρέλευση τριών ετών. Συνολικά ο ασφαλισμένος μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης μέχρι 3 φορές. 
9. Ασφαλισμένοι που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση μέχρι 31/12/2016 συνεχίζουν την προαιρετική ασφάλιση με τους ίδιους όρους.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να καθορίζεται η έναρξη, η αναστολή, η διακοπή/λήξη της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης, ζητήματα υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση στην περίπτωση πολλαπλής ή παράλληλης απασχόλησης, ο τρόπος απόδειξης τήρησης των όρων της ρύθμισης οφειλών και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 19 Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης
1.Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, δικαιούνται σύνταξη κατόπιν αίτησης στον ΕΦΚΑ. Η αίτηση αυτή εξετάζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του Φορέα ή Τομέα ή Κλάδου στην οποία υπάγονταν, λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης, τα ανωτέρω πρόσωπα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εντασσόμενου φορέα, όπως ισχύει κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του τα οριζόμενα στις παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/ 1961 (ΦΕΚ 175 Α’), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α’) και το άρθρο 14 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α’) και αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α’) και έχουν ένα από τα γενικά όρια ηλικίας του ανωτέρω φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος συνταξιοδότησης.
Ως χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων αρμοδιότητας λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Ειδικά για την πλήρωση των προϋποθέσεων του απαιτούμενου συνολικού χρόνου ασφάλισης δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον τελευταίο εντασσόμενο φορέα, τομέα, κλάδο και λογαριασμό. Για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας και θανάτου με χρόνο διαδοχικής ασφάλισης, δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον τελευταίο εντασσόμενο φορέα, τομέα, κλάδο και λογαριασμό για την πλήρωση των προϋποθέσεων αρμοδιότητας.
2. Η Υπηρεσία του ΕΦΚΑ, που απονέμει κατά τα ανωτέρω τη σύνταξη, υπολογίζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου, το ποσό της σύνταξης με ολόκληρο το χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλιση του ίδιου και των συμμετεχόντων – εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
Οι συμμετέχοντες – εντασσόμενοι φορείς, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί ενημερώνουν την αρμόδια Υπηρεσία του ΕΦΚΑ για το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί στην ασφάλισή τους, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που απαιτείται.
Ο τρόπος υπολογισμού των διατάξεων των άρθρων 7 και 8 του παρόντος νόμου ισχύει για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
3. Στον ασφαλισμένο καταβάλλεται το ποσό σύνταξης που αναλογεί σε κάθε συμμετέχοντα εντασσόμενο φορέα, τομέα, κλάδο και λογαριασμό, όταν ο διαδοχικά ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του εκάστοτε αντίστοιχου εντασσόμενου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
Αφορά ΕΜΘ που ως ΟΠΥ ή ΕΠΥ είχαν ασφαλισθεί κατά το διάστημα της 1ης πενταετίας από την κατάταξή τους στο ΙΚΑ. Με βάσει τις ισχύουσες διατάξεις θα έπρεπε τα ένσημά τους να έχουν μεταφερθεί ήδη στο δημόσιο.
Αν από τις διατάξεις του φορέα- τομέα, κλάδου και λογαριασμού της παρ. 1 του παρόντος, με βάση τις οποίες η Υπηρεσία του ΕΦΚΑ απονέμει τη σύνταξη, προβλέπεται η χορήγηση πλήρους σύνταξης σε όριο ηλικίας μικρότερο ή ίσο από το εκάστοτε όριο ηλικίας με το οποίο συνταξιοδοτούνται οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στον Κανονισμό βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων του τέως Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., καταβάλλεται στον ασφαλισμένο το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης των συμμετεχόντων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας που προβλέπεται για τη συνταξιοδότηση των υπαγομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. (;)
Τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο ισχύουν για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
4. α. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 4202/1961, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον παρόντα νόμο. Στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω αιτήσεις συνταξιοδότησης υποβάλλονται μετά την έναρξη λειτουργίας του ΕΦΚΑ, εξετάζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κατά τα ανωτέρω.
β. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
5. Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ και εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου παύει να ισχύει κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων διαδοχικής ασφάλισης στους φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς κύριας ασφάλισης.
6. Για τα πρόσωπα που προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο πριν την 01.01.1983 με χρόνο ασφάλισης σε περισσότερους από έναν φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, ισχύουν τα εξής:
α. Για αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 1405/1983 όπως ισχύουν.
β. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν.1405/1983 όπως ισχύουν, μόνο για τα πρόσωπα για τους οποίους δεν έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη στο Δημόσιο.
γ. Για χρόνο ασφάλισης, για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου περί συνυπολογισμού διαδοχικού χρόνου ασφάλισης και δεν απαιτείται αναγνώριση του χρόνου αυτού, εφόσον υποβληθεί η αίτηση συνταξιοδότησης μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Το ίδιο ισχύει και για τις εκκρεμείς αιτήσεις αναγνώρισης κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου, σε οποιοδήποτε στάδιο έκδοσης της σχετικής πράξης αναγνώρισης, εφόσον υποβληθεί αίτηση συνταξιοδότησης μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
Πράξεις αναγνώρισης που έχουν εκδοθεί προ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου και αφορούν χρόνο για τον οποίο είχαν καταβληθεί εισφορές, για πρόσωπα που υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου, παραμένουν ισχυρές, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007, όπως ισχύουν.
7. Ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπό την προϋπόθεση ότι, μετά την ένταξή τους στον ΕΦΚΑ, δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου του. Δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
Στις περιπτώσεις που έχει διανυθεί παράλληλα χρόνος ασφάλισης σε περισσότερους του ενός εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς πριν την ένταξή τους στον ΕΦΚΑ, ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει το χρόνο ασφάλισης που επιθυμεί να συνυπολογίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης. Για τον παράλληλο χρόνο ασφάλισης, ο οποίος δεν συνυπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 16 περί παράλληλης ασφάλισης του παρόντος.
8. Για χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί διαδοχικά σε οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 4202/1961, του άρθρου 11 του ν.1405/1983, της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 και της παρ.3 του άρθρου 5 του ν. 3863/2010 όπως αυτές ισχύουν. Τα οριζόμενα στην παρ. 8 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά και για τους ενταχθέντες φορείς στο ΕΤΕΑΕΠ.
9. Για τα ταμεία, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς που χορηγούν εφάπαξ παροχές που εντάσσονται στον Κλάδο εφάπαξ παροχών του ΕΤΕΑΕΠ υποβάλλεται μία αίτηση χορήγησης εφάπαξ παροχής στην αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ στην οποία υπάγεται ο ασφαλισμένος, πριν τη διακοπή της ασφάλισης ή την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζει την αίτηση για το σύνολο του χρόνου που έχει διανυθεί σε όλα τα εντασσόμενα ταμεία φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 60 του παρόντος νόμου.
Αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής που έχουν υποβληθεί πριν την έναρξη λειτουργίας του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου από την αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ.
10. Εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ 4202/1961, όπως ισχύουν περί επίλυσης αμφισβητήσεων.
Ειδικότερα η επίλυση αμφισβητήσεων που αφορούν συντάξεις υπαλλήλων– λειτουργών του Δημοσίου καθώς και στρατιωτικών εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 20 Απασχόληση συνταξιούχων
1. Στους συνταξιούχους λόγω γήρατος του Δημοσίου καθώς και όλων των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες και επικουρικές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Για το διάστημα αυτό καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές για τον απασχολούμενο συνταξιούχο, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Ειδικά στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι της παρ. 1 αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, η καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους.
Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος, περικόπτονται κατά 60% οι κύριες και επικουρικές συντάξεις όσων αυτοαπασχολούνται ή αναλαμβάνουν εργασία στον ιδιωτικό τομέα και κατά 100% όσων αναλαμβάνουν εργασία στο δημόσιο. Επίσης καταργεί όλες τις εξαιρέσεις της υφιστάμενης νομοθεσίας.
3. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010.  (Αφορά προσωπικό ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ)
4. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί, συμφώνως με το παρόν άρθρο, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%, ο δε ΕΦΚΑ δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για όσους θα αναλάβουν εργασία ή θα αυτοαπασχοληθούν, γενικά, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εντεύθεν καθώς και για τα πρόσωπα της παρ. 3. του άρθρου 4.
7. Οι ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, που αφορούν την απασχόληση των συνταξιούχων, γενικά, δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου.
Άρθρο 21 Αναλογική Εφαρμογή διατάξεων- Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου, όπως ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος νόμου αυτού. Ειδικά, από την ημερομηνία υπαγωγής των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 6 στον ΕΦΚΑ, για τις εισφορές, παροχές και οφειλές, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές ή ειδικές διατάξεις που ισχύουν κατά την ανωτέρω ημερομηνία για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Με όμοια απόφαση επεκτείνεται η δήλωση των εισφορών μέσω Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ) και η είσπραξη εισφορών και οφειλών μέσω ΚΕΑΟ.
Η εν λόγω διάταξη εγείρει πολλά ερωτήματα, μερικά εκ των οποίων είναι:
α. Τι θα ισχύσει για τα βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα στις Ένοπλες Δυνάμεις; Πως θα αντιμετωπιστούν οι στρατιωτικοί που παράλληλα με τα επιτελικά ή διοικητικά τους καθήκοντα συμμετέχουν σε στρατιωτικές ασκήσεις, βολές, αναγνωρίσεις, ένοπλες υπηρεσίες και άλλα καθήκοντα στρατιωτικής φύσεως; Που θα ενταχθεί ο νοσηλευτής και ο τραυματιοφορέας, ο αρματιστής και ο πυροβολητής, ο αποθηκάριος και ο διαχειριστής, ο αρτοποιός και ο χειριστής μηχανημάτων μηχανικού, ο συνοδός σκύλου και ο χειριστής ραντάρ; Ο στρατιωτικός που το πρωί κάνει αποκομιδή σκουπιδιών, το μεσημέρι τον οδηγό επιφυλακής και το βράδυ τον ένοπλο σκοπό σε ποια κατηγορία θα υπαχθεί; Πως θα διαχωριστούν οι ειδικότητες των βαρέων ανθυγιεινών από τις λοιπές όταν στο σύνολο των ΕΔ η πολλαπλή ενασχόληση και η αλληλοεπικάλυψη των καθηκόντων είναι αναγκαίος κανόνας;
β. Τι θα ισχύσει με την οργάνωση του χρόνου εργασίας;
γ. Τι θα ισχύσει με την αποζημίωση των υπερωριών και υπηρεσιών σε καθημερινές και αργίες;
δ. Πως αντιστοιχίζεται το 40ωρο των Δημοσίων Υπαλλήλων και οι 25 εργάσιμες ημέρες το μήνα, ή οι 300 ετησίως των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, με τις 60 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας των στρατιωτικών ή τις 346 ημέρες ετησίως από τις οποίες οι 47 αργίες;
ε. Τι θα ισχύσει με τα πλασματικά συντάξιμα έτη, που δικαιούνται λόγω τέκνων, όλοι οι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, πλην των στρατιωτικών και των υπηρετούντων στα Σώματα Ασφαλείας;
Άρθρο 22 Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 169/2007
1. α. Στο τέλος της περιπτ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των επτακοσίων είκοσι (720€) ευρώ.»
β.Στο τέλος της περιπτ. α’ της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των επτακοσίων είκοσι (720€) ευρώ.»
γ. Από την 1.1.2015 καταργείται κάθε άλλη διάταξη αντίθετη με τα οριζόμενα στις περιπτ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 5 και της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, όπως προστίθενται με το παρόν.
2. α. Στο τέλος της περιπτ. ι’ της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στις διατάξεις της περίπτωσης αυτής, υπάγονται μόνο όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν ασκήσει τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Οργανικής Μονάδας, όχι κατά αναπλήρωση ή κατ’ ανάθεση τουλάχιστον για μία διετία, μετά την επιλογή τους για τη θέση αυτή από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο ή μετά την τοποθέτησή τους στη θέση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.4275/2014 (Α’ 149). Αν τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν συμπληρώσει την προβλεπόμενη διετία ως Προϊστάμενοι Οργανικών Μονάδων διαφορετικής βαθμίδας, καταβάλλεται το επίδομα θέσης την οποία κατείχε ο υπάλληλος για περισσότερο χρόνο.»
β. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα με όσα ορίζονται στις διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περιπτ. ι’ της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007, αναπροσαρμόζονται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
γ. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 4151/2013 καταργείται. Αφορά προϊσταμένους οργανικών μονάδων του δημοσίου.
3. Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 11 του π.δ. 169/2007, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο ανωτέρω χρόνος σπουδών αναγνωρίζεται ως συντάξιμος εφόσον ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης 12 ετών.»  
4. α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 12 του π.δ 169/2007 προστίθεται περίπτωση νβ ως εξής:
«νβ) Ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε έως την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 (Α’ 136) για τα αδικήματα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στα οποία υπέπεσαν στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν να εκπληρώσουν τη στρατιωτική υπηρεσία επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.
Για την αναγνώριση του ανωτέρω χρόνου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 17 του ν. 3865/2010.»
β. Για την εφαρμογή των διατάξεων της περ. νβ της παρ. 1 του άρθρου 12 του π.δ. 169/2007, όπως προστίθενται με το παρόν, πρέπει να προσκομισθούν η καταδικαστική απόφαση για τα αδικήματα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας και το αποφυλακιστήριο από το οποίο να προκύπτει ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης για τα ίδια αδικήματα.
γ. Οι διατάξεις της περιπτ. νβ, όπως προστίθενται με το παρόν, έχουν εφαρμογή και:
-  για τα πρόσωπα του άρθρου 3 του ν. 2084/1992 (Α 165 )
- για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα είχαν αποχωρήσει από την Υπηρεσία πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης από τους ενδιαφερομένους προς την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα από την έκδοση της αναγνωριστικής πράξης.
5. Στο πρώτο εδάφιο της περιπτ. γ της παρ. 1 του άρθρου 26 του π.δ. 169/2007 η φράση: «Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις χωρίς τη θέλησή του.» αντικαθίσταται με τη φράση: «Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις χωρίς υπαιτιότητά του»
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις της παρ. 5 επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις της περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 26 του π.δ. 169/2007, έτσι ώστε να έχουν εφαρμογή μόνο για όσους απομακρύνονται χωρίς υπαιτιότητά τους και όχι και για περιπτώσεις που ο στρατιωτικός αποτάσσεται ή απομακρύνεται της Υπηρεσίας για πειθαρχικά παραπτώματα κλπ.
Ειδικά για όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν απομακρυνθεί από την Υπηρεσία έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οι διατάξεις της περιπτ. γ της παρ. 1 του άρθρου 26 του π.δ. 169/2007 εξακολουθούν να ισχύουν και δεν λαμβάνεται υπόψη στην περίπτωση αυτή η τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
6. α. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 41 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210) αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η συμπλήρωση εξαμήνων πτητικής ενέργειας ή ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή υποβρυχίου καταστροφέα καθώς και η συμπλήρωση καταδυτικών εξαμήνων, βεβαιώνεται, κατά περίπτωση, με διαταγές του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας ή του Αρχηγού του οικείου Σώματος για όσα από τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου υπηρετούν στο Λιμενικό ή στο Πυροσβεστικό Σώμα ή στην Ελληνική Αστυνομία.»
β. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα με όσα ορίζονται στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 41 του π.δ. 169/2007, όπως αντικαθίστανται με το παρόν, αναπροσαρμόζονται μετά από σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων προς την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.Κ. , σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα.
7. Η παρ. 14 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, όπως αναριθμήθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (78 Α), αντικαθίσταται ως εξής:
«14. Η σύνταξη όσων θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 1, του Κώδικα αυτού, καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας.»
Αύξηση από το 65ο στο 67ο έτος ηλικίας, του ηλικιακού ορίου για την καταβολή σύνταξης για όσους απολύονται για πειθαρχικούς λόγους και έχουν τουλάχιστον 20ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.
8.Στο τέλος της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 57Α του π.δ. 169/2007, προστίθεται η φράση «και να αναζητήσει με την έκδοση καταλογιστικής πράξης τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά». Αφορά την καταβολή της προσωρινής σύνταξης
9.Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στις περιπτώσεις αναδρομικών οικονομικών δικαιωμάτων σε βάρος του Δημοσίου, που προκύπτουν κατά τον κανονισμό ή ανακαθορισμό της σύνταξης με βάση τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, το ανωτέρω χρονικό διάστημα επιμηκύνεται σε 5 έτη.» Αφορά τη στέρηση του δικαιώματος αναδρομικής αναγνώρισης οικονομικών δικαιωμάτων σε βάρος του Δημοσίου πέραν της τριετίας.
10. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 12 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 οι λέξεις «στην παράγραφο 2β» αντικαθίσταται με τις λέξεις «στην παράγραφο 2α»
Άρθρο 23 Ρυθμίσεις διαφόρων συνταξιοδοτικών θεμάτων
1. Στην περ. α της παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 2703/1999 (Α’ 72) οι λέξεις «Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 2530/1997» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι.»
2. α. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2703/1999 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου και τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., που τοποθετούνται ως Διοικητές και Υποδιοικητές των Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και των φορέων του Κεφαλαίου Α του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
β. Αν τα ανωτέρω πρόσωπα κατά τη διάρκεια της θητείας τους στους φορείς της περ. α δεν έχουν καταβάλλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, ο χρόνος αυτός μπορεί να αναγνωρισθεί συντάξιμος από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 ή της παρ. 5 του άρθρου 59 του π.δ. 169/2007.
γ. Δικαιώματα που έχουν κριθεί διαφορετικά από τα οριζόμενα στις διατάξεις της περ. β, επανακρίνονται, με βάση τις διατάξεις αυτές, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα.
3.Στο τέλος του άρθρου 10 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 3, ως εξής:
«3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1, ως ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη λαμβάνεται υπόψη εκείνο που ίσχυε την 31-12-2011»
4. Η διάταξη της περ. γ’ της παρ. 16 του άρθρου 6 του ν. 4002/2011 (Α’ 180), αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζεται το μέγεθος και τα κριτήρια του δείγματος των ελέγχων που διενεργεί η Διεύθυνση Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων.»
β. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής των αναδρομικών ποσών σύνταξης, που δικαιούνται συνταξιούχοι του Δημοσίου κατά το ν.δ. 99/1974 (Α’ 295) καθώς και οι κληρονόμοι τους, λόγω της αναπροσαρμογής των συντάξεών τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν.3691/2008 (Α΄166), σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων.
γ.Αναδρομικά ποσά συντάξεων, τα οποία καταβάλλονται σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, συμψηφίζονται νομίμως με τυχόν ποσά που οφείλει ο δικαιούχος στο Δημόσιο.
δ. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3408/2005 (ΦΕΚ Α’ 272), καθώς και της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ Α’ 117) καταργούνται από 1-1-2016. Αφορά το επίδομα εξομάλυνσης σύνταξης των πολιτικών υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου και βουλευτών
ε. Οι καταβαλλόμενες μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος συντάξεις αναπροσαρμόζονται από 1-1-2016 με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης.    
5. Για την εξαίρεση από τις μειώσεις των συντάξεων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011, της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 (Α’ 40), που συνδέονται με πιστοποίηση ορισμένου ποσοστού αναπηρίας, γίνεται δεκτή και η γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.).
Για την προσαύξηση της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Β4 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (Α’ 222) αρκεί και η γνωμάτευση των ανωτέρω υγειονομικών επιτροπών.
6.Αν για οποιονδήποτε λόγο παρακρατήθηκαν εσφαλμένα, μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, το επιπλέον οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται με παρακράτηση από τις καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές, σε μηνιαίες ισόποσες δόσεις η κάθε μία από τις οποίες ανέρχεται στο 1/6 των αποδοχών αυτών. Αν ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης, τυχόν εναπομείναν οφειλόμενο ποσό παρακρατείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, από τη σύνταξή του μετά από σχετική ενημέρωση της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.).
Άρθρο 24 Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ.
1.α. Το τακτικό προσωπικό του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., που προέρχεται από τον πρώην Οργανισμό Δημόσιας Αντίληψης Ζακύνθου (Ο.Δ.Α.Ζ.), το οποίο είχε προσληφθεί στον φορέα αυτόν μέχρι την 31.12.2010. υπάγεται για κύρια σύνταξη στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962 (Α΄191) και όλη η προηγούμενη υπηρεσία του με σχέση δημοσίου δικαίου στον ανωτέρω Οργανισμό λογίζεται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Το ανωτέρω προσωπικό εξακολουθεί να υπάγεται στους φορείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας στους οποίους υπαγόταν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
β.Οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 2 του ν.3865/2010 (Α΄120) εξακολουθούν να ισχύουν για το προσωπικό της παραγράφου αυτής.
γ. Ως προς το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του τακτικού προσωπικού του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ιονίων – Ο.Δ.Α.Ζ., το οποίο έχει προσληφθεί από 1.1.2011 μέχρι την προηγούμενη της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού ή προσλαμβάνεται από την ημερομηνία αυτή και μετά, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 2 του ν.3865/2010, όπως ισχύουν.
δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για το πρώην τακτικό προσωπικό του Ο.Δ.Α.Ζ. το οποίο έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ή μεταφοράς του, ασφαλιστικού –συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
β. Εάν τα πρόσωπα της ανωτέρω περίπτωσης μετά τη μεταφορά ή τη μετάταξή τους έχουν υπαχθεί στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας τους στον Ο.Δ.Α.Ζ. λογίζεται ότι διανύθηκε στο Δημόσιο.
Άρθρο 25 Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικών θεμάτων υπαλλήλων του Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ)
1.Οι τακτικοί υπάλληλοι του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ), καθώς και του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), που προέρχονται από το πρώην Ταμείο Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ) και οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4239/1962 (ΦΕΚ Α’ 126) και υπάγονται για τον κλάδο κύριας σύνταξης οι μεν στο ΕΤΕΑ, οι δε στον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ, μεταφέρονται στην ασφάλιση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του Ν.Δ. 4277/1962 (Α’ 191).
2.Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στο τακτικό προσωπικό του πρώην ΤΑΔΚΥ καθώς και στο προσωπικό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο μεταφέρθηκε ή μετατάχθηκε σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου, της μεταφοράς ή μετάταξης, ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
3.Οι συντάξεις που καταβάλλονται στους ήδη συνταξιούχους του πρώην ΤΑΔΚΥ καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, είτε καταβάλλονται από το ΕΤΕΑ, είτε από τον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ, βαρύνουν εφεξής το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
4.Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης των τακτικών υπαλλήλων των ανωτέρω παραγράφων, μεταφέρονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
5. Οι εισφορές εργαζόμενου – εργοδότη που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στους προηγούμενους φορείς μέχρι την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μεταφέρονται στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ μετά από αναλογιστική μελέτη της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
Ο χρόνος ασφάλισης στους προηγούμενους φορείς του τακτικού προσωπικού των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
6. Το άρθρο 1 του Ν.Δ. 4239/1962, καθώς και κάθε άλλη αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού διάταξη καταργείται.
7. Οι διατάξεις του προηγούμενου και του παρόντος άρθρου ισχύουν μέχρι την ημερομηνία υπαγωγής των ασφαλιστικών φορέων στον ΕΦΚΑ.
Άρθρο 26 Έκταση Εφαρμογής
Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276).
Κεφάλαιο Γ΄ Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα
Άρθρο 27 Εφαρμογή κοινών κανόνων ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα
1. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του ΕΦΚΑ και των θεμελιωδών αρχών των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Β΄ εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου αυτού, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, ειδικών ρυθμίσεων των άρθρων που ακολουθούν και με εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ που, από τη φύση τους, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη σχέση των δημοσίων ή στρατιωτικών υπαλλήλων με την υπηρεσία τους.
2. α. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 7, στους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω

ΠΗΓΗ militaire.gr-  www.poes.gr

Related

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ-ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ 5051154533137541149

Δημοσίευση σχολίουDefault Comments

emo-but-icon

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ομιλία του Δημήτρη Καραγιαννόπουλου στο 32ο συνέδριο της ΠΟΑΣΥ

Ενημερωθείτε για το ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό των αστυνομικών!

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

pasapolice@gmail.com

προβολες σελιδας

FACEBOOK



Συγχρονη Αστυνομια

ΝΕΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ

item